ασυνεννοητος

ασυνεννοητος
(kendisiyle) anlaşılamaz, uzlaşılamaz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασυνεννόητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνεννοηθεί, που δεν έχει συμφωνήσει με κάποιον 2. εκείνος με τον οποίο δεν είναι δυνατόν να συνεννοηθεί κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”